Το κορίτσι της επαρχίας, είναι μια νέα ιστορία, ένα κορίτσι που μπορεί να βρίσκεται μέσα σε όλους…
Δεν ξέρω αν μπορείς να καταλάβεις τι γίνεται μέσα στο κεφάλι ενός τρομαγμένου, στις σκοτεινές ή φωτεινές σκέψεις ενός χαμένου χρόνια, στην ελπίδα εκείνου που μόλις σε άφησε πίσω του. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις την δύναμη του Butterfly Effect.
Να δίνεις σημασία πάντοτε στην λεπτομέρεια, στο πιο μικρό κομμάτι που θα δεις, σε εκείνο που δεν θα φάνταζε ο νους σου. Το ίδιο να κάνεις και με τους ανθρώπους…
“Οι ημέρες περνούν σαν να έχουν αλλάξει όλα, σαν να γεννήθηκες μέσα από τις στάχτες που άφησε πίσω σου ο Σεπτέμβρης. Μυρίζει ακόμα κάψιμο το κορμί σου και τα σωθικά σου βγάζουν καπνό. Θα περάσει όμως και σύντομα θα βλέπεις τα χέρια σου να μοιάζουν με ανοιξιάτικα κλαδιά που θα φιλοξενούν κοτσίφια και χελιδόνια.” Αυτά συλλογιζόταν, σαν εκείνα που διάβαζε σε νουβέλες και μυθιστορήματα για να πάψει να σκέφτεται τα δικά της. Τα πρωινά άνοιγε τις κουρτίνες να μπει φως, έπαιρνε μιαν ανάσα και καθήμενη στα ζεστό κρεβάτι ακόμα, φορούσε τις γαλότσες της. Ήταν κάτι που έκανε κάθε πρωί, νωρίς εκεί που οι πρώτες ακτίνες συναντούσαν τα βλέφαρα της. Ήθελε να τριγυρνά στον κήπο και να τον σκαλίζει, να κοιτά τι νέο έχει ριζώσει και τι έχει γεννηθεί, Ρουφούσε μια πρέζα βασιλικό και άνοιγε τα σωθικά της. Κάθε φορά που μια σκέψη τρύπωνε στο μυαλό της, έσκυβε και άνοιγε μια τρύπα στην γη, την πετούσε μέσα και με μια χούφτα χώμα την έθαβε “εδώ ανήκεις” έλεγε και συνέχιζε να κοιτά το απέραντο από τις λεμονιές και τις νερατζιές.
Δεν της χαρίστηκαν όλα, έπρεπε να μοχθήσει πολύ, να πονέσει και να πέσει κάτω, σαν όλα τα κορίτσια της επαρχίας. Ο Μιχάλης είχε πια φύγει, είχαν περάσει χρόνια που τον άφησε πίσω σε εκείνον τον τόπο και δεν γύρισε ποτές να ψάξει, να κοιτάξει, να σκεφτεί. Για εκείνη ήταν κάτι που όχι απλά έθαψε στον κήπο, αλλά και άφησε πίσω της.
Ακόμα τον βλέπει στα όνειρα της, ακόμα νιώθει τα χέρια του στον λαιμό της και την οσμή του στα ρουθούνια της. Είναι στιγμές που ακόμα αισθάνεται εκείνο το ζεστό αίμα μέσα στα νύχια της, τα κομμάτια από το δέρμα του και τις κραυγές που έβγαζε, μα όλα πλέον για εκείνη είναι παρελθόν ή θα ήθελε να είναι, μέσα στο πειραγμένο της πλέον κεφάλι.
Είχε μείνει μόνη, όπως και σχεδόν ξεκίνησε η ζωή της. Όχι δεν ήταν πάντοτε έτσι, υπήρχαν εκείνα τα πρώτα χρόνια της ζωής που γνώρισε αγάπη. Ήταν τα παιδικά χρόνια που είχε αρχίσει να στέκεται στα πόδια της, αυτά τα πόδια όμως έφτασαν να λυγίζουν και να γεμίζουν μελανιές από το ακατέργαστο χώμα. Δεν είχε εύκολη ζωή, μα όπως συχνά αναρωτιόταν “Ποιος έχει; Σάμπως είμαστε ήρωες σε κανά ρομαντικό βιβλίο που θα βρω εκείνον που θα με γλιτώσει; Όχι! Μόνη σου είσαι Μυρτώ και καλά θα κάνεις να το χωνέψεις και να προχωρήσεις με αυτό”.
Δεν είχαν αλλάξει πολλά στο σπίτι από την τελευταία φορά, ούτε καν η κουρτίνα πάνω από τον νεροχύτη, που έκρυβε και άλλοτε φανέρωνε την σκιά του Μιχάλη, οι γάντζοι στην αποθήκη, το ξύλινο πάτωμα με τις στάμπες από το αίμα ζώων. Δεν το είχε αλλάξει ακόμα, δεν είχε πειράξει τίποτα και αυτό όχι για να θυμίζει, εκείνον και τη μάνα της, αλλά γιατί θα ήθελε να βάλει φωτιά και σαν μάγισσα να χορεύει γύρω του, για τον εξαγνισμό εκείνον. Το χωριό όμως δεν έπρεπε να μάθει, δεν υπήρχε λόγος να ακουστεί τίποτα και ποτέ.
Η Μυρτώ γύρισε και αυτό έπρεπε να δουν όλοι, μέσα από το πένθος της. Η Μυρτώ ήταν και είναι το κορίτσι της επαρχίας.
Δεν ξέρω αν μπορείς να καταλάβεις τι γίνεται μέσα στο κεφάλι ενός τρομαγμένου, στις σκοτεινές ή φωτεινές σκέψεις ενός χαμένου χρόνια, στην ελπίδα εκείνου που μόλις σε άφησε πίσω του. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις την δύναμη του Butterfly Effect.
Να δίνεις σημασία πάντοτε στην λεπτομέρεια, στο πιο μικρό κομμάτι που θα δεις, σε εκείνο που δεν θα φάνταζε ο νους σου. Το ίδιο να κάνεις και με τους ανθρώπους…
Part 3
Διάβασε την ιστορία από την αρχή part 1 part 2