Στρόβιλος
Πέρασαν οι στιγμές με τρία νούμερα επάνω στην ταχύτητα μου, πρώτη- νεκρά, σαν εκείνα τα δευτερόλεπτα που νεκρώνεις μπροστά από το χρόνο σου. Αυτόν τον χρόνο που σκαλίζεις με ένα μικρό φτυαράκι… εκεί πάνω στην άμμο.
Μα, εκεί έπαιζες μαζί με τον άγγελο σου, εκεί έτρεχες και έμπλεκες με τα φτερά του. Άμμο και νερό, επάνω στα μαλλιά σου, στο δέρμα σου αλμύρα ξέρασε και έπλασε τα ψάρια του μυαλού σου.
Σε πόσες θάλασσες κολύμπησαν;
Σε πόσα σύννεφα χάθηκαν τα όνειρα σου;
Στροφή και το πόδι σου, πατάει φρένο! Δυο δρόμους έχεις να διαλέξεις, δυο στροφές έχεις να κάνεις. Χώμα και φύλλα… καρποί από τα μάτια ανθίζουν και γίνονται εικόνες μπρος το μονοπάτι σου. Μα το τιμόνι στα χέρια σου, σε λάθος μεριά ταξιδεύουν, σε λάθος ορίζοντα χάνονται και κύκλους κάνουν.
Στροφή και η σκόνη πίσω σου, φαντάσματα στον ήλιο σχηματίζουν. Ένα θέατρο σκιών που κάτι άλλο σημαδεύουν.
Δεν είσαι εσύ. Δεν είμαι εδώ.
Τρεις δρόμους… τρεις ταχύτητες… μα το πόδι καρφωμένο στο γκάζι, με μίσος να το γονατίζει και να το νικά.
Πόσα χιλιόμετρα έκανε το μυαλό σου; πόσα σημεία ίδια είδες;
Τα ίδια σημεία, ο ίδιος χρόνος… και εγώ να με κοιτώ από μακριά.
Ένιωθα να πατάω εκείνο το κουμπί, εκείνο που βάζει την ζωή μου, να παίξει από την αρχή.
Και εκεί που όλα κάποτε τελειώνουν, δίνει μια ζαριά η ζωή και σε βάζει ήρωα, από το ίδιο σημείο του χαμού σου.
Εκεί που τα μάτια κλείνουν και η καρδιά σταματά, εκεί που η ανάσα σου μαζεύει οξυγόνο για το ταξίδι μακριά. Μα δίνει μια ο χάρος και παιχνίδια παράξενα σου κάνει. Ζαβολιές και πειράγματα, σε ένα δρόμο με νούμερο τρία και δυο στενά.
Στο ένα η Αρετή κοιτάει το κορμί σου και με ιστό υφαίνει την ζωή που φεύγεις
Στο άλλο η Κακία, που λαχταρά το άρωμα που αναβλύζει η μιλιά σου, εκείνη γεύεται όλο και πιο συχνά το μυαλό σου, το πιπιλά μα δεν το βλέπεις.
Ποιον δρόμο θα πάρεις Οδυσσέα;
Πόσες ερινύες θα διαβείς και σε πόσους κύκλωπες θα μοιράσεις ένα καλάθι ψέμα;
Άνοιξε τα μάτια και κοίτα ξανά… είσαι στο ίδιο σημείο… εκεί που ότι τελείωσε, ξεκίνησε ξανά.
Ποιος Θησέας γύρεψε το παιδί του και με ποιον μίτο φεύγεις μπρος στο φώς; οι κυράδες κράτησαν με πούλια τα μαλλιά σου και στον αργαλειό ξενύχτησαν νεράιδες του χιονιού.
Που σαν χειμώνας έμπαινε με βία, από το παράθυρο σου και στο αυτί ψιθύριζε ευχές και νανουρίσματα.
Ένα… δύο… τρία… στροφή! Και ένα βουνό να φέρνει την κορφή του, κάτω από τα πόδια σου.
Εκείνα που τον αέρα χάιδεψαν και με τη ζέστη, έφτιαξαν πυλό. Αγάλματα στο σώμα σου και το ποτάμι να ρέει ξερό.
Νεκρή και η ανάσα σου, γίνεται φυλαχτό σου δεξιά και το νερό να προσκυνά τη δόλια σου σκιά. Χάιδεψε, λούσου και φεύγεις πριν τις τρεις, σε ένα στρόβιλο που χάθηκες, πριν το φεγγάρι να φανεί.