Nα ξυπνήσεις, μην τρομάξεις

Nα ξυπνήσεις, μην τρομάξεις

Νεκρική ησυχία και το ξύλινο πάτωμα τρίζει διαδοχικά μα σχετικά με ανάλαφρη πατημασιά. Μια σκιά χάνεται στο σκοτεινό τούνελ του σπιτιού και η ανάσα της γεννά μια ιστορία.
(-Στις 06:00 να ξυπνήσεις, μην τρομάξεις…)

Ώρα:06:05 π.μ.
Ημέρα:Κυριακή

-Λούσιφερ! Λούσιφεεερρρ.
-Τα μάτια της μικρής Κασσάνδρας άνοιξαν από τρόμο, σαν να γνώριζε. Η ταχυκαρδία την έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι ξυπόλητη και να τρέξει προς το δωμάτιο των γονιών της. Πάγωσε κάτω από την κάσα της πόρτας στην θέα του πατέρας της με μια “κούκλα” αγκαλιά να την τινάζει από εδώ και από εκεί, μόνο που αυτή η κούκλα ήταν η μαμά της.
-Λούσιφερ ξύπνα! Τι έπαθες γαμώτο;;;
Τα μάτια της μικρής άνοιξαν σαν να ήθελαν να καταπιούν την εικόνα και να την φτύσουν στον κόσμο του ποτέ(το παραμύθι που της διάβαζε η μαμά της όταν ήταν μικρή, λίγο μετά τους εφιάλτες της),στραβοκατάπιε και με μα ανάσα μπήκε στο δωμάτιο…- Να ξυπνήσεις, μην τρομάξεις…
Τα αδέρφια της( δύο δίδυμα αγόρια 6 χρόνια μεγαλύτεροι της) ανέβηκαν πανικόβλητα την σκάλα και μπούκαραν στον υπνοδωμάτιο, μόνο που τώρα έμοιαζε με βωμό θυσίας. Σαν μια περίεργη αύρα να χάιδεψε τα πρόσωπα όλων και το μύρο απλώθηκε στον αέρα.
-Τι έγινε;Μαμά!
Μια μαύρη εικόνα τώρα στα μάτια σας και μια ομίχλη να ρουφά την σκέψη σας.

3 χρόνια μετά, στην ίδια πάντα ώρα
– Να ξυπνήσεις, μην τρομάξεις…

Λέμε να το σκάσουμε την επόμενη ώρα. Θα πάμε στο λόφο των νεκρών, θα έρθεις;
-Μα πως θα φύγουμε; Και ο δάσκαλος;
-Έλα δεν πρόκειται να μας κάνουν κάτι!
-Ποιος μιλάει!; Ησυχία είπα μυξιάρικα!
Τα βλέμματα των παιδιών ενώθηκαν σαν μια γραμμή και το okey δόθηκε με ένα κλείσιμο των βλεφάρων.
Το κουδούνι ούρλιαζε στα αυτιά τους και το διάλλειμα για κάποιους είχε ξεκινήσει, για άλλους πάλι είχε ξεκινήσει μια περιπέτεια ετών 9.
-Τρέχαααα.
-Αν το μάθει ο πατέρας μουυυ(και το λαχάνιασμα έκοβε τις λέξεις σε μικρά μικρά κομματάκα και τα πετούσε σε ένα χωνί του αντίλαλου), αν το μάθουν τα αδέρφια…μου….
-Τρέχα και άσε τα λόγια Κάσσι!
Τα αδύναμα πόδια της έτρεχαν με πείσμα και το φορεματάκι ανέμιζε από το αέρα που έσκιζε.
-Μια ανάσα…ουφ…
-Φτάσαμε! Και ο Έντι χαμογέλασε και κοίταξε καταϊδρωμένος τα παιδιά ξωπίσω του.
-Από εδώ μπορείς να δεις όλη την πολίτεία, το ποτάμι…
-Το νεκροταφείο είναι αυτο;
Ο Έντι κοίταξε την Κασσάνδρα και της έγνεψε.
-Είναι η μαμά μου εκεί…
Σιωπή από όλους… όλοι το ήξεραν, βλέπεις είναι μικρή πολιτεία, αλλά δεν είχε τύχει να το κουβεντιάσουν ποτέ, μεταξύ τους μπορεί, αλλά ποτέ μπροστά της.
-‘Εχω να πάω από τότε…
-Βρε βλάκα κακώς μας έφερες από εδώ, δεν φτάνει που θα βρεί τον μπελά της, την έκανες και χάλια!
-Σκάσε ρε Λϋρόη! Ο Έντι ήταν ο πιο δραστήριος για την ηλικία τους και το πιο πειραχτήρι.
-Πρέπει να φύγω…
-Κασσάνδρα στάσου!
Στο σπίτι έφτασε 2 ώρες νωρίτερα, μα ευτυχώς κανένας δεν είχε γυρίσει νωρίς. Ανέβηκε την σκάλα, ακουμπώντας το χέρι της στην κουπαστή. Τα δάχτυλα της γλιστρούσαν προς τα επάνω καθώς ανέβαινε, και το βήμα έφτανε να ακουμπά στις μύτες, σαν μην ήθελε να ξυπνήσει κάποιον. Έφτασε έξω από το δωμάτιο των γονιών της και έμεινε εκεί να κοιτά την πόρτα. Σιωπηλή μα με τον χτύπο της καρδιάς της μέσα στον αυτί της. Η πόρτα άνοιξε και ένας αέρας την έσπρωξε προς τα μέσα. Με εκείνο το λευκό φορεματάκι και τα κόκκινα παπούτσια, ξάπλωσε στην δεξιά πλευρά του κρεβατιού, στην πλευρά εκείνη που την είδε για τελευταία φορά, που άφησε την τελευταία μυρωδιά της.
Τα μάτια της κοιτούσαν το ταβάνι και τα χέρια της σταυρωτά πάνω στο στήθος της. Περνούσαν εικόνες θολές μέσα από τα μάτια της, πρόσφατες που έμοιαζαν με εφιάλτη, προσπαθούσε να βγει από όλο αυτό, μα εκείνο όλο και μεγάλωνε, το θεριό εκείνο όλο και χάιδευε το κορμί της, μια βουβή στιγμή στα μάτια της μα στο μυαλό της να ακούγονται ψίθυροι δίχως σημασία. – Να ξυπνήσεις, μην τρομάξεις…
Και αμέσως τα μάτια αντίκρισαν τον πατέρα της να την κοιτά με ύφος άγριο.
-Τι κάνεις εσύ εδώ;
Για πότε πετάχτηκε από το κρεβάτι, για πότε η καρδιά της σταμάτησε και άφησε τον φόβο να την κρατήσει αγκαλιά..
-Να δεν ένιωθα πολύ καλά και ήθελα να γυρίσω σπίτι.
-Μάλιστα, πήγαινε άλλαξε και κατέβα να φάμε, έρχονται και τα αδέρφια σου.
-Ναι μάλιστα. (από την ημέρα που πέθανε η μαμά της, έχει χάσει και την πατρική στοργή, την πατρική αγκαλιά, δεν ξέρω αν είναι ιδέα της, αλλά ίσως εκείνη αρχίζει να μεγαλώνει…)
Σε μια κουζίνα σε χρώμα κίτρινο της ώχρας , ένα τραπέζι στρογγυλό βρίσκεται στο κέντρο με τρεις άνδρες καθισμένους στα τρία πρώτα του σταυρού. Τα βλέμματα τους, έμοιαζαν με κοφτερά δόντια του θεριού, εκείνου που πριν από λίγη ώρα είχε δει μέσα στο μυαλό της.
-Ξέρετε η Κασσάνδρα σήμερα δεν είναι καλά, γύρισε νωρίς από το σχολείο…
Πάγωσε το αίμα της, η ακοή της έμεινε να εστιάζει στην βαριά φωνή του…
Το βλέμμα του τόσο γλυκό και στοργικό, έμοιαζε να θέλει την προσέξει ακόμα παραπάνω και σαν μοναχοκόρη πλέον.
-Ε Κασσάνδρα; Δεν είσαι καλά ε;
Σιωπή… το μυαλό δεν ήξερε τι εντολή να λάβει, ένα ψέμα ακόμα ή να σιωπήσει και να δεχτεί την τιμωρία; – Ναι, δεν νιώθω καλά… Και τα πόδια κάτω από το τραπέζι μπλέχτηκαν τόσο σφιχτά, τόσο που έσφιγγε τα γεννητικά της όργανα από φόβο.
-Ξέρεις πέρασα από το σχολείο τυχαία και σε είδα να τρέχεις με εκείνα τα αγόρια από την τάξη σου… Το βλέμμα του σκυφτό βρέθηκε καρφωμένο βαθιά μέσα στα μάτια της και το χέρι του ταρακούνησε ολάκερο το σερβίτσιο. – Λέμε ψέματα τώρα!; Αρχίσαμε τις πουτανιές μικρή μου;!
Μια φασαρία ξέσπασε μέσα στο σπίτι, μα οι κουρτίνες είχαν ήδη κλείσει. Κάποιοι γείτονες έμειναν να στέκονται από έξω και να ακούνε θυμό και ουρλιαχτό… μα αυτό κράτησε μονάχα 10 λεπτά, κάτι που δεν έκανε την αστυνομία που μόλις είχε φτάσει να καθησυχαστεί. Το κουδούνι του σπιτιού ακούστηκε και σήμανε την πρώτη μετά από καιρό ενόχληση.
-Τι γίνεται εδώ;
-Τίποτε κύριε, γιατί;
-Ακούστηκε φασαρία από αυτό το σπίτι! Ποιος από τους 2 είσαι εσύ μικρέ;
-Ο τζόνυ. Τα χέρια του ιδρωμένα και με ελαφρά τινάγματα του νεύρου.
-Ο αδερφός σου που είναι;
-Εδώ… Μπράντοοοον!
Ο δυνατός ήλιος τύφλωνε τον αστυνόμο, μα κατάφερε να δει το τρεχαλήτο από την σκάλα… Τον κοίταξε καλά καλά και έβγαλε τα γυαλιά του. – Για πείτε παιδιά, τι συμβαίνει πάλι; (ήταν γνωστή για τις σκανδαλιές τους στην γειτονιά και όχι μόνο).
-Τίποτα κύριε, δεν κάναμε τίποτα!
-Αυτό θα το κρίνω εγώ! Η αδερφή σας που είναι;
-Έχει βγει με τον μπαμπά…
-Ποιανού οι φωνές ακούγονταν;
-Δοκιμάζαμε κάτι καινούργια ηχεία ξέρετε και…
-Μάλιστα….
Οι μέρες περνούσαν και τίποτα διαφορετικό, τίποτα περίεργο δεν υπήρχε στον αέρα.

Ώρα:06:05 π.μ.
Ημέρα:Κυριακή
(-Στις 06:00 να ξυπνήσεις, μην τρομάξεις…)

Με έναν ψίθυρο μέσα στο αυτί της, άνοιξε τα μάτια της. Έμεινε στάσιμη να κοιτά το παράθυρο στα αριστερά της με τον ήλιο να την τυφλώνει. Καλοκαιριάζει βλέπεις και η ημέρα γίνεται όλο πιο μεγάλη και ζεστή. Ένας πόνος ανάμεσα στα σκέλια της, την έκανε να μην θέλει με τίποτα να σηκωθεί από το κρεβάτι. Κλείνει τα μάτια ξανά και ξεκινούν να περνούν μια σειρά από διαφάνειες, σκηνές, γεγονότα, φωνές… μα όλα είναι θολά, όλα μοιάζουν ξένα… μα ένα κομμάτι είναι τόσο οικείο…
Το μεσημέρι την βρήκε να κοιμάται, το σούρουπο το ίδιο… το περίεργο είναι ότι δεν είχε καμιά απολύτως ενόχληση από τους δικούς της… Σηκώθηκε και πλησίασε την πόρτα με γυμνά τα πέλματα της. Το πόμολο γύριζε μα η πόρτα παρέμενε στην θέση της αγέρωχη.
Κοίταξε τα χέρια της, είχαν αλλάξει… είχε περάσει ένας χρόνος. Πλησίασε τον καθρέφτη στην άκρη του δωματίου και την είδε εκεί, δίπλα της, μέσα της. Η φωτογραφία μαγκωμένη στον καθρέφτη έμενε εκεί χρόνια τώρα, μια φωτογραφία της μαμάς της και εκείνης… Πόσο μοιάζουν αλήθεια. Σαν δυο σταγόνες νερό, τόσο όμορφη, τόσο γαλήνια… γαλήνια, μετά από 4 χρόνια ίσως να είναι γαλήνια εκεί πάνω και το βλέμμα της στράφηκε στον ουρανό. Ξεκρέμασε ένα φόρεμα της μαμάς(το ύψος της πλέον την βοηθούσε πολύ), έπιασε τα μαλλιά της κότσο και το κόκκινο κραγιόν σημάδευε τα παιδικά της χείλη. Έμεινε καθισμένη να κοιτά τον καθρέφτη, να κοιτά τα χέρια της να φτιάχνουν τον κότσο και απλά παρακολουθούσε, αμίλητη, σοβαρή, ναρκωμένη…
Μια ώρα μετά και η πόρτα άνοιξε από έξω, βήματα και ανάσες ξωπίσω της, και ένα μαντήλι να της κλείνει το στόμα…

Μαύρη εικόνα ξανά στα μάτια σας και ένας ήχος από παράσιτα στα αυτιά σας.

Κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο, κάθε ξημέρωμα ένα παραμύθι στα αυτιά της.
-Πως πέθανε η μαμά σου;
-Τι ρωτάς ρε βλάκα πια;! Και το χέρι του Έντι ταρακούνησε τον σβέρκο τον Λϋρόη.
-Ακούγονται πολλά ρε συ και θα ήθελα να ξέρω, η Κάσσυ δεν είναι ξένη εξάλλου, είναι η φίλη μας…
Έμεινε να τους κοιτά, μα δεν την πείραξε, δεν την πλήγωσε, ήξερε ότι…
-Θα μας πεις;
-Αυτοκτόνησε. Τόσο παγωμένη ημέρα όσο και η απάντηση της.
Δυο παιδιά έμειναν με ανοιχτό το στόμα με το σάλιο να έχει κολλήσει και να μην θέλει να κατέβει στον οισοφάγο.
-Ξέρεις πως;
-Κόφτο ρε μαλακά πια!
-Δεν ξέρω… δεν με άφησαν ποτέ να μάθω, θυμάμαι μόνο που το βράδυ πριν πεθάνει μου έλεγε ένα παραμύθι. Ξέρω ότι ο πατέρας μου την ζήλευε πολύ, εκείνο το βράδυ είχαν ένα καβγά…
Εξιστορούσε την ιστορία και έμοιαζε να είναι άγνωστη για εκείνη, δεν την άγγιζε καθόλου, δεν την πλήγωνε…
-Τι έπαθες ρε Λϋρόη; Κοίτα ένα μαλάκα! Ανατρίχιασε χαχαχα
-Ρε Κάσσυ να σε ρωτήσω κάτι; Βάφεις τα χείλια σου;
-Ορίστε; Τα δάχτυλα της έτριψαν το επάνω χείλος σαν ν’απλώνει χρώμα, μα το χρώμα αυτό το πήραν τα δάχτυλα της. Ένα ξεθωριασμένο ροζέ, σαν εκείνη την στάμπα από κραγιόν που μένει λίγο προτού φύγει.

Κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο, κάθε ξημέρωμα ένα παραμύθι στα αυτιά της.
-Είσαι καλά μικρή μου;
-Μάλιστα κυρία, μα τα χέρια της αγκάλιαζαν την κοιλιά της, Την έσφιγγαν…
-Δεν μου φαίνεσαι καλά, έλα να πάμε στο γιατρό.
– Όχι καλά είμαι. Μα με το που σηκώθηκε σωριάστηκε στο πάτωμα.
Έπειτα από λίγη ώρα, τα μάτια της άνοιγαν διστακτικά, άνοιγαν μπροστά σε ένα λευκό και σε μια φωνή να ακούγεται απλά, χαμηλά, γλυκά.
-Είσαι καλύτερα;
-Ναι… και τα γκριζογάλανα μάτια της κοιτούσαν μια γλυκιά κυρία ετών σαράντα.
-Ειδοποιήσαμε τον πατέρα σου να έρθει, χρειάζεσαι ξεκούραση. Να σε ρωτήσω, είσαι μικρή βέβαια ακόμα, αλλά… σου έχει έρθει περίοδος;
– Ε; Όχι! Έμεινε κοκαλωμένη, εδώ καλά καλά δεν ήξερε τι είναι αυτό που της έλεγε, θυμόταν μονάχα την μαμά της μία στο τόσο να πονά…
-Μάλιστα, καλό είναι να σε πάνε και σε ένα νοσοκομείο, ξέρεις όλη την ώρα έσφιγγες τα πόδια σου, σαν άρνηση για κάτι… πονάς;
-Καμιά φορά…
Κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο, κάθε ξημέρωμα ένα παραμύθι στα αυτιά της.

Ώρα:06:05 π.μ.
Ημέρα:Κυριακή
(-Στις 06:00 να ξυπνήσεις, μην τρομάξεις…)

Ένας μεγάλος κρότος ακούγεται από την κρεβατοκάμαρα, στην σκάλα ακούγονται βήματα και φωνές.
-ΜΠΑΜΠΑΑΑΑΑΑ
Ένας κρότος τώρα για τον κάθε ένα και ένα κορίτσι στα λευκά στην πόρτα καθισμένο…
Μια σκιά χάνεται στο σκοτεινό τούνελ του σπιτιού και η ανάσα της γεννά μια ιστορία.
Μια σκιά και ένα παραμύθι για το θεριό εκεί στον κόσμο του ποτέ, εκεί που τίποτε δεν συνέβη και ότι έγινε στο τάφο παραμένει

(Visited 68 times, 1 visits today)

Leave A Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.