Τα μακριά εκείνα νεανικά δάχτυλα, του έκλεισαν το στόμα και τα μάτια για ακόμα μια φορά. Το πέταξε σε εκείνο το σκοτεινό μέρος, γιομάτο μικροαντικείμενα, ζεστό μα με την μυρωδιά του αφέντη ακόμα επάνω του. Οι φωνές γίνονταν πιο έντονες μέσα σε εκείνον τον χώρο. Τα φουγάρα βογκούσαν και έκαιγαν, ένιωθε την κάπνα μέσα του, ασφυκτιούσε μα δεν μπορούσε να φωνάξει. Το ένιωθε ακόμα πιο έντονα όταν συναντούσε το φως της ημέρας, την στιγμή που τυφλωνόταν για να σώσει εκείνον. Κάλυπτε τα χείλη εκείνου, για να μην πνιγεί και εκείνο το κόκκινο σάλιο να του δίνει άσχημο χρώμα και οσμή. Μα βρισκόταν ξανά μέσα, γρήγορα και κρυφά… τόσο ύπουλα που δεν πρόφτανε κανείς να τον δει. Ξανά σε εκείνο το αμπάρι που βρισκόταν κολλημένο στο πετσί του φυματικού ραγιά του. Στεκόταν στο στήθος του, μέσα σε εκείνο το ύφασμα, στο ύψος της καρδιάς.
Ήξερε πως το ταξίδι θα ήταν μακρινό, δύσκολο και φυσικά κανένας στο πλήρωμα δεν θα έπρεπε να καταλάβει τίποτα. Τα μάτια του τον πρόδιδαν, κυρίως τα πρωινά με τον ήλιο να μαρτυρά την ευαισθησία του. Το μακάβριο χρώμα στο δέρμα του, το κάλυπτε το κουστούμι εκείνο με την πουκαμίσα και την μανσέτα στον καρπό. Στενός γιακάς που συχνά μπούκωνε με ένα ακόμα μαντήλι… ένα ακόμα ύφασμα επάνω στο τετελεσμένο κορμί του. Ήλπιζε να είναι από το τελευταία ταξίδια, δεν άντεχε άλλο το σκαρί του αυτήν την αλμύρα. Είχε στόχο τον νότο, είχε μάθει ότι εκεί θα υπήρχε το γιατρικό εκείνο που ίσως να του χάριζε την ζωή. Ήταν μόλις 17 και ένιωθε το αίμα μέσα του σάπιο ήδη.
Το βράδυ ξέσπασε μεγάλη αντάρα(κακοκαιρία), ο δρόλαπας(δυνατός αέρας με βροχή) άφησε τα παιδιά του να κάνουν κουμάντο και να αλλάζουν την ρότα της φρεγάτας. Η άρμη έγλυφε το αρμπούρο (κατάρτι) και το πλήρωμα έτρεχε πανικόβλητο. Άρχισε να μπάζουν νερά και στο αμπάρι, εκεί τρόφιμα και μηχανές βρίσκονταν στο έλεος του θεού, μια στάλα ακόμα και ο κόσμος θα μιλά για ναυάγιο. Οι φωνές δυνάμωναν, ούρλιαζαν μέσα από τα σωθικά τους και εκείνος ο βήχας του Ζακ όλο και δυνάμωνε. Άπλωνε με τα δάχτυλα να πιάσει εκεί κοντά στο στέρνο, τον προστάτη του. Εκείνον που ύπουλα φόρτωσε λίγες ημέρες πριν. Η ίδια κίνηση στο στόμα… το σάλιο να ξερνά χρώματα, να πονά από την πίεση στους πνεύμονες και εκείνο να κρύβει την ατέλεια του. Μα τώρα έπρεπε να πλυθεί, είχε δει πως τον κοιτούσε ο μούτσος την ώρα που έβηχε. Ο προστάτης δεν έπρεπε να φανεί λαβωμένος από το δείγμα εκείνο του σίελου.
Το κατάστρωμα γιομάτο νερό και αλάτι, να κάνει κούνια μέσα στην πλανεύτρα και τα βήματα του Ζακ να κατρακυλάνε στην σκάλα προς την κλίνη του. Άφησε το νερό να τρέξει… ήθελε να το κάνει προσεχτικά… με ευγένεια και ρομαντισμό. Να βρέξει λίγο το χέρι του και έπειτα να το αφήσει να στάξει πάνω στις ίνες του. Να το μπανιαρίσει σαν μωρό παιδί, καλά καλά και με τον χρόνο του. Μα ο χρόνος δεν ήταν παρόν στον δικό του κόσμο και το μυαλό του έκανε γρήγορες κινήσεις.
Έμπαζε παντού νερά και τότε ο θόρυβος ακούστηκε. Ένα μπάσο που ταρακούνησε ολόκληρη την φρεγάτα! Τώρα τα νερά ήταν ακόμα πιο πολλά και αρκετοί φώναζαν ότι προσέκρουσαν σε ύφαλο. Πανικός και συνωστισμός για ένα κομμάτι λεύγα. Μια σωτηρία από τον βένθος. (βυθός θάλασσας)
«Οι μέρες πέρασαν, μα εγώ βρισκόμουν ακόμα εκεί, πλάι του. Μα το μέρος τώρα δεν έμοιαζε με την φρεγάτα. Το καταλάβαινες από την μυρωδιά και από τον αέρα. Τα κύματα μας έγδερναν και κάθε τόσο να ακούω μια φωνή στο στέρνο που ακουμπώ
«-όρτσα! Αμόλα…»
Και να νιώθω το κορμί μου ένα κουβάρι μαζί με το νερό. Και μια πίεση πάνω μου, που έμοιαζε από κορμί ξένο.
Η αλμύρα έκαιγε τα σωθικά του, μα δεν ξέρω αν βοηθούσε ή τον έκανε χειρότερα. Όλοι μαζί με αυτόν, 30 εις τον αριθμόν έπλεαν πάνω σε ξύλα και σχοινιά. Άφηναν το κεφάλι τους να ξερνά όπου έβρισκε και να παρακαλά για ένα κομμάτι ήλιο και στεριά. Μέρες δέκα μετρώ και ο αφέντης μου δεν κινείτε… δεν τον ακούω να ανασαίνει και εγώ να παραμένω στα κρυφά μπουντρούμια πίσω από ένα ύφασμα. Μα κάποιος νιώθω να με τραβά, κάποιος γυμνώνει το κορμί του αφέντη… κραυγάζω μα δεν ακούγομαι! – Μη σας λέω! Μην τον τραβάτε σαν αλαφροΐσκιωτη φορεσιά επάνω στο βαρδάρι.
Ένα φώς… και πάνω στο κόκκινο κορμί μου βρέθηκαν χέρια βρώμικα και άγρια. Και τότε τον είδα… τον Ζακ.. τον αφέντη να κείτεται με το κορμί γυμνό και ασθενικό, με αίμα ξερό στο στόμα και εκείνα τα εφηβικά μάτια στα δεκαεφτά τους να έχουν γίνει πελώρια από το πρήξιμο. Δεν ξέρω αν πέθανε από την αρρώστια του ή από εκείνο το λεπίδι που βρίσκεται μέσα στα σωθικά του. Λεφτά δεν είχε, μα τα ρούχα του ήτο ζεστά και καθαρά… και εκείνος καλοσυνάτος μα με βαριά κατάρα στην υγειά του. Και ο βήχας τώρα έβγαινε από το στόμα άλλου και με μιας βρέθηκα επάνω του, να πνίγω την ανάσα του, να ξερνά και να γίνομαι το σφουγγάρι για την δική του χολή.
Αλμύρα, και τα σχοινιά να μην κρατούν πολύ. «Αγάντα!» φώναζαν… μα στον εαυτό τους, όχι στους άλλους. Εκείνους τους έβλεπαν σαν τροφή, θυσία στην μάγισσα που λυσσομανά, στην αποθαλασσιά.»
Εκείνο άλλαξε χέρια, στόματα… πλύθηκε με καταραμένο νερό και με κρασί έτοιμο να κάψει κάθε πληγή, να βρέξει τις αμαρτίες των πιστών και ωσάν θεία κοινωνία να δίνει άφεση στους πνιγμένους τιμωρούς. Από το καρνάγιο έως τα πηδάλια έβρισκες και ένα ήρωα του εαυτού του. Μα κανείς δεν είχε σκεφτεί το αύριο, όλοι πλέον παρακαλούσαν τον θάνατο… την λύτρωση.. την στεριά και λίγο χώμα.
Η νύχτα έφυγε και η πίστη φώναζε στα πρόσωπα τους, άκουγαν τον θεό άραγε;
Και τα μάτια όσων είχαν απομείνει άνοιξαν, και στάθηκαν με ανάστημα λειψό απέναντι από ένα σκαρί που τύφλωνε το φως, μια σκιά που προσκυνούσαν και φώναζαν για θαύμα. Και ξάφνου εκείνο το κορμί που χρώμα από αίμα είχε, πιάστηκε στο χέρι ενός με χρώμα σκούρο. Το σήκωσε στον αέρα και με χαρωπό χαιρετισμό, έκανε σήμα κουνώντας το για βοήθεια. Λες και ήτο σημαία, μια δάδα με σβηστή φωτιά που κουβαλούσε χρόνια πίσω την αρρώστια όλων.
«Ανεμίζω και κοιτώ την λευτεριά, την λύτρωση όλων. Νιώθω ωσάν πανί θρεμμένο από τον θάνατο, μα σαν σημαία καλό βοήθεια. Έχασα το βάρος μου, ξέφτισα και έγινα ένας από αυτούς… να ανεμίζω σε μια οφθαλμαπάτη, πάνω από τα νερά, σκαρφαλωμένο στο βαρέλι για ένα κομμάτι οινόπνευμα.»
Το χέρι που τον κρατούσε γλίστρησε και έπεσε στα νερά, βάφτισε πόνο την τραγωδία, με ένα κομμάτι πανί από το χέρι άλλου. Ένας ακόμα στα νερά, μα δεν του έδωκαν σημασία. Οι άλλοι κοιτούσαν το κομμάτι της σάρκας τους και την ελπίδα για το παπόρι που θα τους έσωζε. Έναν έναν και όλους μαζί.
Το κόκκινο κορμί που το όνομα προστάτη είχε πάρει, τώρα γινόταν η ψυχή της λευτεριά τους. Μια ερυθρή σημαία των νεκρών, που από συρτάρι βρέθηκε να ταξιδεύει πάνω σε νερά.
«Ημέρα τελευταία και βρέθηκα ξανά να κείτομαι στο στόμα κάποιου άλλου… μυρίζει φορμόλη και θάνατο… και τα πανιά στο κατάρτι έγιναν ένα σαν και εμέ.»
Δεν μιλούσε, δεν έβλεπε, μα ήταν εκείνος που φίμωσε τα στόματα πολλών, ήταν εκείνο που έραψαν πάνω στην ιστορία μας.
Υ.γ. Βασισμένο στο πίνακα «Μέδουσα»του Ζερικώ