Πέντε: 5

Δεν θυμάμαι τίποτα από εκείνη την ημέρα, μονάχα ο φόβος παλεύει ακόμα στο αίμα μου. Οι παλμοί έτρεχαν μα ήταν όλα σκοτεινά. Αν κολυμπούσα, αν ανέπνεα … τι και πως έβλεπα… ο χρόνος είχε σταματήσει για εμένα εκείνη την στιγμή.
Βλέπω τα καστανόξανθα μαλλιά του κάτω από το νερό, στο ίδιο σημείο που είχα βρεθεί και εγώ λίγο πριν. Όσο θολά τον βλέπω, άλλο τόσο θολά είναι και τα πάντα γύρω μου. Βουλιάζω και βρίσκομαι στην επιφάνεια, ξανά και ξανά. Παίρνω ανάσα, τεντώνω τα χέρια μου και κολυμπάω.
Τα ρούχα μου είναι βαρίδια, με τραβούν στον πάτο και χάνομαι. Κάποιος με τραβά προς τα επάνω και το σώμα μου συσπάτε στο νερό .
“Πνίγομαι.. πνι..» Μικρές λέξεις, κομμένες που δεν μπορούν να συγκρατήσουν καν μια σωστή πρόταση.
Αέρας και το νερό με παγώνει στο πρόσωπο, δεν νιώθω το κορμί μου, μα ένα κομμάτι μάζα με πιέζει κάτω από το στήθος. Με κρατά ψηλά μα δεν μπορώ να δω, δεν νιώθω όσα θα ήθελα. Ζαλισμένη και η σκέψη μου μου μιλά μπας και ξυπνήσω. Δεν καταλαβαίνω τι λέω, δεν ξέρω καν αν μιλάω σε εμένα ή σε εσένα.
Ανήμπορη να κουνηθώ, κινώ το σώμα μου σαν παλλόμενη μέδουσα στην τρικυμία. Πετώ σαν μαριονέτα μέσα στο νερό και η ανάσα μου με δυσκολεύει. Ζαλισμένη και με τα χέρια ψάχνω τρόπο να πετάξω τα παπούτσια από τα πόδια μου. Δεν με αφήνει η δύναμη της… και έτσι αργά, πολύ αργά βυθίζομαι.
Νιώθω ένα χέρι να με τραβά στην επιφάνεια, ενώ η ανάσα μου είχε ήδη χαθεί. Η φωνή μ ου σπάει την σιωπή καθώς παλεύω να ανασάνω. Πνίγομαι όσο η πνοή μου βγαίνει με ένα κομμάτι αλμύρα από μέσα μου. Το σώμα μου ακουμπά το δικό του, βρίσκομαι κολλημένη επάνω του και με σέρνει. Διασχίζω το νερό, μα οι αισθήσεις μου χάνονται.
Η καρδιά μου χτυπά από τρόμο μήπως πνιγώ. Ανάσα και ο πανικός να με κυβερνά.

Σπασμωδικές κινήσεις σε δείγμα επιληψίας και εκείνος να με σέρνει, να με κρατά … τα μάτια μου κλείνουν … έκλεισαν.
Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, μα μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου, τα νιώθω. Βλέπω … βλέπω εκείνο το δυνατό φως του ήλιου, μάλλον … εκείνο που ακόμα καίει τα μάτια μου. Τον κοιτάω και τυφλώνομαι, είμαι ζωντανή… και αν όχι; Ακούω την θάλασσα τριγύρω μου, κάτι που θυμάμαι σαν ήχο από πριν. Μα το νερό ακόμα με σπρώχνει, εμένα και τον Γιάννη. Δεν τον βλέπω. Δεν μπορώ να δω την μορφή του, μου είναι αδύνατο. Βρίσκεται πίσω από εμένα και με τραβά, απλά νιώθω την ανάσα του, όσο μπορώ να την διακρίνω.
Ο χρόνος κυλούσε μα για μένα είχε… έχει σταματήσει. Ένα καυτό φως να με καίει στα μάτια, ακόμα πιο έντονο και ζεστό. Βρίσκομαι μουδιασμένη προσπαθώντας να συγκεντρώσω την σκέψη μου. Μου μιλώ για να δείξει ότι είμαι καλά, αλλά το μόνο που μπορώ να σκεφτώ, να πω σαν δεύτερο πρόσωπο είναι συλλαβές, όμως ακόμα τρέμω.
Σιωπή.
Το κορμί μου ζεσταίνεται μα ο φόβος με έχει νεκρώσει. Δεν επιπλέω και το σώμα μου βρίσκεται στάσιμο. Βρέχομαι στα άκρα, μα δεν κινούμαι. Νιώθω ένα ακόμα πετσί κολλημένο επάνω στο δικό μου… το παντελόνι με έχει καθηλώσει με το βάρος του, οι ίνες του βρίσκονται δεμένες γύρω από εμένα. Τα χέρια μου βρήκαν την δύναμη, τα δάχτυλα αισθάνονται κάτι πηκτό και κολλώδες. Τα μάτια μου κλειστά, φοβούνται να ανοίξουν, τρέμουν σε αυτό που θα δουν. Οι αισθήσεις μου παλεύουν σε μια ζυγαριά. Αφή και ακοή… η γεύση μου αλλοιώθηκε από το πολύ αλάτι, η όραση χάθηκε γα λίγο λόγο του έντονου φωτός. Κάνω να μιλήσω μα η φωνή του αρνείται να βγει, ακούω μονάχα τους παλμούς μου.
Το μυαλό μου γυρίζει… νιώθω πως θα λιποθυμήσω. Ανάσες ανάσες… και το στήθος μου φουσκώνει από αέρα. Τα δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μου, κλαίω, ξεσπάω. Πονάω παντού, δεν μπορώ να κουνηθώ και ο ήχος από την θάλασσα να μου τρυπά το αυτί. Με τρελαίνει αυτό που άλλοτε αγαπούσα.
Φως… και οι ακτίνες να με καίνε. Πρέπει να δω που είμαι… Ζω ή πέθανα; και ο Γιάννης;
Ω θεέ μου! Η κόρη του ματιού μου άνοιξε, είδε μέσα από τον ήλιο και με δύναμη τέντωσε το μυαλό μου και εκείνο σαν αλυσίδα απλώθηκε στα άκρα. Φωνήεντα σε σχήμα άλφα βγαίνουν από το στόμα μου και κολλάνε λίγο πριν φωνάξουν το όνομα του. Σαν πτώμα σε νεκρική ακαμψία βρέθηκα με την λεκάνη να ακουμπά την βρεγμένη άμμο ενώ ο σπόνδυλος μου να είναι σε ορθή γωνία. Ξανά αυτή η ζάλη… ανάσες
«Σιγά σιγά… πρέπει να αναπνέω αργά.» μια βαθιά ανάσα… δυο… τρεις
«Ηρέμησε, Γιάννη.» ψέλλιζα το όνομα του. Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα τριγύρω.
«Εκεί!» προσπάθησα να σηκωθώ μα τα πόδια μου νεκρά. Στάθηκα στα δυο μου χέρια και μπουσουλώντας έφτασα κοντά του. Η λασπουριά με τραβούσε πίσω δυσκολεύοντας με. «Πρέπει!» ξυπόλητη και τα δάχτυλα μου να σπρώχνουν. Ξυπόλητη;
Γύρισα και κοίταξα. Τα παντελόνι σερνόταν και τα πόδια μου κρύβονταν κάτω από αυτό, μα έβλεπα τα άκρα μου να λειτουργούν. Καλό σημάδι αυτό, αρά δεν είχα πάθει κάτι. Και τα παπούτσια; Ίσως τα είχα βγάλει και δεν το θυμάμαι ή ο Γιάννης…
Αστραπιαία το μυαλό μπήκε στην θέση του και συνέχισα. Στάθηκα στα πέλματα, έτρεξα με όση δύναμη μου είχε μείνει. Τα γόνατα μου έτρεμαν αλλά υπερίσχυε η θέληση.
Το πρόσωπο του ήταν χωμένο στην άμμο και τα μαλλιά του είχαν απλωθεί σαν εκείνα της Μέδουσας. Τον γύρισα προσεχτικά, τον ακούμπησα λίγο στο πλαϊ μπας και βγάλει κανένα υγρό. Αλλά τίποτα. Μετά τον έστρεψα στην ευθεία με εμένα και τον άφησα ανάσκελα και ακούμπησα στο στέρνο του.
«Αναπνέει;» Με τα δάχτυλα μου άνοιξα το στόμα του και έκανα τεχνητή αναπνοή. Ανασηκώθηκε και με μιας το στόμα του έβγαλε ήχους, το στήθος του τρεμόπαιζε και έψαχνε για ανάσες.

dsc_1391

Πέρασαν δυο νύχτες, τόσες μετρώ από τότε που ξυπνήσαμε. Δεν ξέρω που ήμαστε, αλλά είναι σαν ένας μικρός παράδεισος. Πράσινο αρκετό και έχουμε βρει μια μικρή τρύπα να κοιμόμαστε για αρχή. Δεν είναι ακριβώς σπηλιά, αλλά τουλάχιστον μειώνει τον αέρα τη νύχτα. Έχει δέντρα πολλά, κάτι που από την μια χαίρομαι και από την άλλη σκιάζομαι για το πόσα έντομα έχει και μη θα πρέπει να αντιμετωπίσω εγώ! Ένας άνθρωπος της πόλης, που βλέπει ακρίδα και τρέχει. Αλλά τι να γίνει, θα πρέπει να το κάνω για όσο χρειαστεί να ήμαστε εδώ. Έχει πολύχρωμα και περίεργα φυτά, χουρμαδιές (από όσο λέει ο Γιάννης που ξέρει από αυτά), βατόμουρα και μπανάνες. Κάπου είδα και καρύδες αλλά ακόμα δεν ξέρουμε πως θα καταφέρουμε να τις φτάσουμε. Ένα μικρό ρυάκι που τουλάχιστον μπορούμε να πιούμε από αυτό.
Την πρώτη ημέρα θυμάμαι κοιτούσα πανικόβλητη τι θα κάνουμε. Με είχε πιάσει φαγούρα σε όλο μου το κορμί και σκεφτόμουν αν ήταν καιρός η αλλεργία μου να λάβει τέλος. Μα που ακούστηκε αλλεργία στον ήλιο; Τέλος πάντων , πηγαινοερχόμασταν στην παραλία για να βρούμε κάτι να φάμε, μια σκιά… να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Δεν είχαμε δυνάμεις για κάτι παραπάνω από αυτό.
Τρίτο βράδυ και είχε ξαστεριά.
«Το δες το αστέρι που έπεσε;»
«Ποιο από όλα;»
«Εκείνο που έκανα ευχή.»
Γύρισα και τον κοίταξα χαμογελώντας.
« Και τι ευχή έκανες;»
«Εσύ τι λες;»
«Να μείνουμε εδώ;»
Έβαλε τα γέλια. «Τόσο καλά με ξέρεις;»
Ένα μικρό χαμογελάκι χαράχτηκε στο στόμα μου. Κοιτάξαμε και οι δυο στον ουρανό, όπως κάναμε παλιά, τα καλοκαίρια εκείνα κοντά στην σκηνήκάπου στον Νότο. Ελεύθερη κατασκήνωση και μακριά από όλους,  όπως και τώρα. Μόνο που τώρα ήταν διαφορετικά. Δεν είχαμε τίποτα, στην κυριολεξία τίποτα.
«Κρυώνω.» το χέρι του με αγκάλιασε και με αγαλλίασα για λίγο.
«Αύριο λέω να δω πως θα ανάψουμε καμιά φωτιά.»
«Για να κάψουμε το νησί;»
«Ε ναι, έτσι όλο και κάποιος θα μας δει.» βάλαμε τα γέλια.
«Βρε Παρασκευά, τι θα κάνουμε; Κάτω απο άλλες συνθήκες δεν θα με ένοιαζε, αλλά δεν έχουμε τίποτα… πόσο θα αντέξουμε; Ανάθεμα και αν μας ψάχνουν.»
«Θυμάσαι που κάποτε λέγαμε, ότι αυτό που θέλαμε ήταν ένα κομμάτι ουρανός και θάλασσα;»
Έγειρα το κεφάλι μου στον ώμο, χωρίς να υπάρχει λόγος για μιαν απάντηση.
Το πρωινό με βρήκε στην σπηλιά. Ανάσκελα και κάτι να με γαργαλά στην μύτη. Άνοιξα τα μάτια και είδα κάτι μαύρο και χνουδωτό, ένα τέρας πάνω στην μύτη μου. Ήμουν δεν ήμουν πιασμένη πετάχτηκα επάνω και άρχισα να τρέχω στην παραλία ουρλιάζοντας.
«Έλα ρε πούστη μου! Τόσο νησί πάνω μου βρέθηκες;”
Ο Γιάννης έτρεξε κοντά μου κρατώντας κάτι στα χέρια που δεν πρόσεξα.
«Τι έγινε; Ti έπαθες;»
«Μια αράχνη ήταν στην μούρη μου, μεγάλη σαν την παλάμη μου!»
«Ε δεν την λες μεγάλη.» με κοιτούσε και γελούσε ενώ εγώ ξυνόμουν κάνοντας γκριμάτσες αηδίας. Ευτυχώς που δεν με έπιασε καμία αναφυλαξία!
«Καλώς όρισες στην φύση!»
«Δεν μπορώ τα έντομα! Οτιδήποτε τριχωτό μικροσκοπικό και με πιο ψιλά πόδια από εμένα το απεχθάνομαι!» όσο κοπανιάμουν από την ανατριχίλα τα μάτια μου καρφώθηκαν στα χέρια του.
«Ψάρια;! Κρατάς ψάρια; Δεν είμαι φαν αλλα με την πείνα που έχω..»
«Καλά ε, έγινα τρελός ψαράς. Βρήκα ένα καλάμι και του έδεσα μια ίνα από φύλλο μπανανιάς που βρήκα. Του έβαλα και ένα έντομο μικρό που βρήκα και τσίμπησαν. Δεν ξέρω τι είναι αλλα ελπίζω να μην πάθουμε τίποτα.»
Επί δυο ώρες παίζαμε με πέτρες… τίποτα… βρήκαμε κάτι ξύλα… μόνο κάτι αγκίδες κατάφερα να γεμίσω… ή θα τρώγαμε ή θα το κάναμε σούσι.
Το φαγητό με τα πολλά το βολέψαμε, το νερό το ίδιο… μας έλειπε κανά τσιγάρο αλλά δεν ήμασταν και για πειράματα με τα χόρτα εδώ. Μου έλειπε το κρεβάτι μου, ή τέλος πάντων κάτι πιο μαλακό από το χώμα. Το να βουρτσίζω τα δόντια μου έστω και με αλάτι… μα ο καιρός περνούσε και συνηθίζαμε σε ότι είχαμε. Με πέτρα κόβαμε κλαδιά και έτσι σιγά σιγά κάναμε και το πρώτο μας ανατομικό-οικολογικό στρώμα. Το είχαμε καλύψει με φύλλα και από κάτω ξερή λάσπη από την άμμο. Είχαμε κάνει και μια μεγάλη τρύπα για την ανάγκη μας… χημική τουαλέτα και έτσι. Και ήταν όντως χημική, ευτυχώς που ρίχναμε χώμα να λες. Είχαμε φτιάξει και παπούτσια. Κομμάτια ύφασμα από τα ρούχα μας δεμένα με ίνες από φλοιό δέντρου και ύφασμα. Ήταν λες και είχαμε πουγκιά στα πόδια.
Ημέρα φως, νύχτα και άστρα, ναι πέρασαν πολλά από αυτά. Το φαγητό μας γινόταν πιο ανθρώπινο, λόγο φωτιάς και όχι λόγο κυνηγιού. Και να βρισκόταν κάτι δηλαδή δεν υπήρχε περίπτωση να το πλησίαζα λόγο ιδεολογίας.
Θυμάμαι εκείνο το πρωινό που ξεκινήσαμε για εξόρμηση στο νησί. Ξυπνήσαμε αρκετά νωρίς, όπως πλέον κάναμε κάθε ημέρα. Προχωρούσαμε περιμετρικά της παραλία για να μην χαθούμε. Ο ήλιος είχε φτάσει πάνω από τα κεφάλια μας, κάτι που μάλλον σήμαινε μεσημέρι. Πρέπει να είχαν περάσει ώρες όταν σταματήσαμε σε μια σκιά. Σχεδόν όλο το νησί ήταν ίδιο. Ήταν λες και κοιτούσαμε καθρέφτη. Το σκεφτόμασταν να προχωρήσουμε προς το δάσος… κάτι που τελικά το αφήσαμε μέχρι εκεί. Αφήναμε σημάδια με πέτρα, χαράζαμε πάνω σε δέντρα ή την χρησιμοποιούσαμε σαν κιμωλία πάνω σε κάτι βραχώδες.
Οι μέρες περνούσαν κάνοντας τα ίδια πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Κολυμπούσαμε σχεδόν όλη μέρα, βρίσκαμε τροφή, καιγόμασταν σαν πρωτόπλαστοι κάτω από τον ήλιο, τρίλιζα στην άμμο και το βράδυ κουβέντα κάτω από τα αστέρια. Ναι φαίνεται πολύ όμορφο για κάτι που μας τρόμαζε, αλλά μάλλον βοηθούσε στο ότι ξέραμε ο ένας τον άλλον, ήμασταν κοντά στην φύση, κάτι που ονειρευόμασταν χρόνια. Ένας δικός μας κόσμος έστω και για λίγο.
Όσο θυμάμαι εκείνο το βράδυ, από την μία γελώ και από την άλλη…
«Έχεις κουραστεί;»
Τα μούσια του είχαν μακρύνει, το ίδιο και τα μαλλιά του. Είχαν αγριέψει από τον ήλιο και την αλμύρα. Το χρώμα του σκούρο από τον ήλιο, οι ρυτίδες φαίνονταν λίγο πιο έντονα και τα χέρια του ήταν σκασμένα. Κάπως έτσι ήμουν και εγώ, με την τρίχα να φωνάζει « είμαι παιδί της Παπαρήγα.»
«Είμαι ελεύθερος…» το στόμα του χαμογέλασε. Ξάπλωσε πίσω και με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό μου είπε: Αν είχα κάποιο μυστικό… θα με συγχωρούσες;»
«Αν είσαι γκέι, δεν νομίζεις ότι είναι λίγο αργά;
«Όχι ρε γαμώτο!» και χαμογέλασε.
«Τι μυστικό;»
« Ε ένα μυστικό.»
«Που θα μου πεις;»
Έμεινε να κοιτά τα αστέρια… πήρε μια βαθιά ανάσα και με κοίταξε. « Εάν σου έλεγα ότι δεν ήμαστε μόνοι;»
Πάγωσα. Γύρισα το κεφάλι μου και τον κοίταξα τόσο έντονα που δεν είχα δύναμη να μιλήσω.
«Τι.. τι εννοείς;»
«Εάν σου έλεγα ότι στην άλλη μεριά του νησιού υπάρχει κόσμος, σπίτια και εμείς τόσο καιρό ζούμε σαν τους Κουρσάρους που τους ξέβρασε το κύμα;»
Παγωμένη και πάλι. Περίμενα να μπει λίγο αίμα στο μυαλό μήπως καταφέρω και μιλήσω.
«Πλάκα κάνεις έτσι;»
«Και όμως, το είδα προχθές.»
«Ρε Γιάννη μαλάκας είσαι; Ένα βρακί, μια αλλαξιά, να μάθουμε που ήμαστε.. κάτι…»

Δεν πήγαμε ποτέ… ακόμα και τώρα το σκεφτόμαστε. Θέλουμε να ζήσουμε λίγο ακόμα το όνειρο και την ελευθερία μας. Το φεγγάρι μεγαλώνει, τα άστρα μένουν καθαρά και λαμπερά … και ευτυχώς δεν έχει ασχοληθεί κανείς με το μικρό κομμάτι του παραδείσου μας.

Εάν ήμουν μόνη τι θα έκανα; Μάλλον θα ξυνόμουν όλοι μέρα από το άγχος

(Visited 27 times, 1 visits today)

Leave A Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.