‘Να πατάς καλά στην γη, να αφουγκράζεσαι την πνοή από το χώμα και νιώθεις την ενέργεια μέσα σου’. Αυτό είναι ωδή…
Αυτό της έλεγαν και κάθε φορά κατέληγε να περπατά με γυμνά τα πέλματα στους δρόμους. Έψαχνε να βρει εκείνη την μικρή στιγμή που της είχαν τάξει, εκείνη την στιγμή που θα διαπερνούσε σαν ηλεκτροφόρο χέλι όλες της τις αναμνήσεις και δίχως ανάσα θα άνοιγε τα φτερά της και θα πέταγε. Άφηνε σκόπιμα τα παπούτσια έξω στο κρύο, για να γιομίζουν δροσοσταλίδες του πρωινού και να μπορεί να ξεπλένει έτσι την ντροπή, την αμαρτία εκείνη που της χάρισαν οι μοίρες με την γέννηση της.’
‘ Γυναίκα εσύ θα ζεις με την σιωπή, Γυναίκα εσύ θα νιώθεις με τον πόνο’
και κάθε τόσο συναντούσε τα αερικά στα σκαλοπάτια της, εκείνα τα όμορφα δαιμόνια που έσφιγγαν από αγάπη τον λαιμό της και άφηναν τα νύχια τους στην μυρωδάτη σάρκα της.
Τα βράδια εκείνα που το φεγγάρι έσμιγε με την ωδή του Άδη, εκείνη γλιστρούσε μέσα από τα λασπόνερα και έτρεχε να αγκαλιάσει τα δέντρα, τους γυμνούς εκείνους καρπούς της γης που θα της έδιναν αγαλλίαση, έπιανε το χορτάρι και άφηνε την μυρωδιά στα ρουθούνια της να διαπεράσει, εκείνα τα βράδια άφηνε το αραχνοϋφαντο ύφασμα από το κορμί της να πέσει, να πέσει τόσο χαμηλά που η ήβη στο σώμα της θα ένιωθε υγρή, καυτή σαν το φεγγάρι εκείνο το κόκκινο, το Αυγουστιάτικο. Έβγαζε κραυγές και καλούσε τον αέρα να χαϊδέψει τα χέρια της ενώ εκείνη τα κρεμούσε ψηλά σαν κήπους στην Βαβυλωνία, άφηνε το στέρνο της να μαζεύει τόσο αέρα που φούσκωνε από εκείνον, τον κρατούσε μέσα της και έπειτα χόρευε αφήνοντας την μέση της λικνίζεται σε ένα τόσο σκοτεινό τοπίο, όσο και τα όνειρα της που δεν είχαν μορφή.
Ήταν εκείνη η Γυναίκα, που δεν είχε σιωπή, δεν είχε πόνο
Το ξημέρωμα άφηνε το φως να την ζεσταίνει και να ακουμπά βελούδινα το πρόσωπο της ενώ τα πράσινα… εκείνα τα καταπράσινα μάτια είχαν ήδη πάρει φωτιά. Έβλεπες τις φλόγες που δεν έσβηναν και ελάφια να περνούν μέσα από τις κόρες και να χάνονται σε αυτό το λευκό της σκέψης της.
Μια ιδέα ήταν μόνο, τα πέλματα της ακόμα χορεύουν στο χώμα, το φόρεμα της ακόμα κείτεται στο έδαφος.
Μια μορφή, μια σκιά, μιαν ανάσα στο λαιμό της.
Η φωτογραφία είναι από το Project N