Το ακορντεόν ακούγεται από τα βάθη του κάμπου, ένα χρυσό και ζεστό πορτοκαλί καλύπτει απ’ άκρη σε άκρη τον ορίζοντα και εκείνη η μουσική, σε καλεί, σου ψιθυρίζει να πλησιάσεις ακόμα πιο πολύ. Μια σιλουέτα τρέχει πέρα δώθε, μια σιλουέτα που στα χέρια του σέρνει κάτι. Θέλεις όλο ένα να πλησιάσεις και τα πλήκτρα του ακορντεόν βρίσκονται στα πόδια σου, στον δρόμο σου… πατάς και παίζεις εσύ την μουσική, καλείς εσύ ο ίδιος εσένα… άκου, άκου το γέλιο του παιδιού, άκου το χειροκρότημα…
Λαμπιόνια χρυσαφιά και το σούρουπο παραμένει όμορφο στα μάτια σου, ξαπλωμένος στον λοφίσκο με μια ίνα στάχυ στο στόμα σου να το μασουλά σαν τσιγάρο ο κυνόδοντας σου και με τον καπνό του βγάζεις ζευγάρια από πουλιά να γλιστρούν στον ουρανό, να χαράζουν τον έρωτα τους πάνω σε εκείνο το χρωματιστό πανί, σε εκείνο το χρυσό και ζεστό πορτοκαλί, όπως στο όνειρο σου. Δεν θέλεις να φύγεις, δεν θέλεις να αλλάξεις στάση, ακούς μονάχα τα πλήκτρα εκείνα που μόλις ξύπνησαν από την φαντασία σου.
( Ο ήχος από το ακορντεόν ακούγεται πολύ δυνατά στα αυτιά του τώρα, τόσο δυνατά που θα ξυπνήσει, μα θα ξυπνήσει αλλού!)
Τα μάτια του ανέβασαν τις γρίλιες και ένα κενό έμεινε μέσα στο μυαλό του. Μύριζε λουκουμάδες και ποπ κορν, ζεστό βούτυρο και σοκολάτα… αυτόματα τα χέρια του ακούμπησαν το ξερό και ποτισμένο στάχυ καταμεσής του κλουβιού και τα δάχτυλα του έμειναν εκεί γαντζωμένα, να χαϊδεύουν τα μαλλιά της νεράιδας, να μπλέκονται ανάμεσα τους και η μουσική να παίζει. Τα μάτια του έσκυψαν στο πρόσωπο της, μα εκείνη είχε ήδη φύγει, είχε αφήσει πίσω της το στάχυ σαν ενθύμιο, σαν παγίδα για την ομορφιά της.
Μια μορφή φάνηκε εμπρός του να τον κοιτά, μια μορφή με δυο τεράστια παπούτσια, δυο πόδια με πολύχρωμες κάλτσες και ένα ξεθωριασμένο κόκκινο κοντό παντελονάκι μέχρι το γόνατο. Το μαύρο μακρύ φράκο κάλυπτε το υπόλοιπο σώμα του και η ουρά έφτανε να αγγίξει το πάτωμα.
-Σε λίγο ξεκινάμε, θα έρθεις ή θα ψάχνεις τα άχυρα;
Έμεινε να τον κοιτά μέχρι που συνειδητοποίησε το που είναι.
-Ναι φυσικά! Σε ξέρω εσένα!
Ο παλιάτσος σήκωσε τα χέρια του ψηλά στον αέρα προς αγανάκτηση…
-Κάθε μέρα το ίδιο λες, δεν βαρέθηκες; Σήκω γιατί αρχίζει να έρχεται κόσμος.
Τον είδε να κατεβαίνει εκείνη την ξύλινη τάβλα και να χάνεται στο φως. Σηκώθηκε και το κεφάλι του έφτασε τον ουρανό της κλούβας. Πόσο ψηλός μπορεί να είναι ή μάλλον καλύτερα πόσο μικρή μπορεί να είναι η κλούβα; Έσκυψε και προσπάθησε να βγει από την πόρτα μα μόνο ο μισός χωρούσε. –Μα τι στο καλό;
Το ακορντεόν ακούγεται από τα βάθη του δάσους, ένα χρυσό και ζεστό πορτοκαλί καλύπτει απ’ άκρη σε άκρη τον ορίζοντα και εκείνη η μουσική, σε καλεί, σου ψιθυρίζει να πλησιάσεις ακόμα πιο πολύ. Μια σιλουέτα τρέχει πέρα δώθε, μια σιλουέτα που στα χέρια του σέρνει κάτι. Θέλεις όλο ένα να πλησιάσεις και τα πλήκτρα του ακορντεόν βρίσκονται στα πόδια σου, στον δρόμο σου… πατάς και παίζεις εσύ την μουσική, καλείς εσύ ο ίδιος εσένα… άκου, άκου το γέλιο του παιδιού, άκου το χειροκρότημα…
Τα πόδια της γυμνά και με τα πέλματα της να βαραίνει το καταπράσινο χορτάρι εκεί κοντά στην λιμνούλα, σε εκείνη την λίμνη με την παλιά πετρόκτιστη γέφυρα, την σχεδόν γκρεμισμένη με τον κισσό ολόγυρα της. Πόσες φορές χάιδεψε το φόρεμα σου τον φλοιό του δέντρου; Πόσες φορές αγκύλωσε σε θάμνους από το πουθενά; Τα βήματα της την οδήγησαν στο τελείωμα της γέφυρας, στο τελείωμα του ονείρου της… την είδε να κάθεται σαν να κάνει κούνια, με τα πόδια να αιωρούνται στο κενό, εκεί… πάνω από το δροσερό της λίμνης, πάνω από το καθρέπτισα της, πάνω από την φαντασία της… Μα η γέφυρα έμοιαζε τώρα να συνεχίζει ως την άλλη άκρη, να συνεχίζει με διάφανα πλήκτρα, πλήκτρα σαν εκείνα του ακορντεόν… μα ναι, εκείνα είναι… είναι γνώριμος ο ρυθμός του, είναι ο ρυθμός από την εισαγωγή ενός τσίρκου. Κλείνει τα μάτια και βρίσκεται εκεί, σε ένα καμαρίνι ασπρόμαυρο με ένα καθρέφτη απέναντι της και λαμπιόνια, πολλά λαμπιόνια.
-Φόρα τα φτερά και πάμε!
Μια φωνή από το πουθενά, μονάχα μια μορφή φάνηκε στον καθρέπτη να την κοιτά, μια μορφή με δυο τεράστια παπούτσια, δυο πόδια με πολύχρωμες κάλτσες και ένα ξεθωριασμένο κόκκινο κοντό παντελονάκι μέχρι το γόνατο. Το μαύρο μακρύ φράκο κάλυπτε το υπόλοιπο σώμα του και η ουρά έφτανε να αγγίξει το πάτωμα.
-Σε λίγο ξεκινάμε, θα έρθεις ή θα με κοιτάς;
Έμεινε να τον κοιτά μέχρι που συνειδητοποίησε το που είναι.
-Ναι φυσικά! Σε ξέρω εσένα!
Ο παλιάτσος σήκωσε τα χέρια του ψηλά στον αέρα προς αγανάκτηση…
-Κάθε μέρα το ίδιο λες, δεν βαρέθηκες; Σήκω γιατί αρχίζει να έρχεται κόσμος.
Τον είδε να κατεβαίνει εκείνη την ξύλινη τάβλα και να χάνεται στο φως. Το σώμα της φορούσε ένα μαύρο κορμάκι με μπούστο που τόνιζε ιδιαίτερα την απίστευτα λεπτή της μέση. Καμπύλες στο στήθος και στην περιφέρεια, μα μια πολύ στενή μέση, χωρούσε δαχτυλίδι εκεί, δαχτυλίδι σαν εκείνο από τα όνειρα της.
Το ακορντεόν ακούγεται από τα βάθη της ερήμου, ένα χρυσό και ζεστό πορτοκαλί καλύπτει απ’ άκρη σε άκρη τον ορίζοντα και εκείνη η μουσική, σε καλεί, σου ψιθυρίζει να πλησιάσεις ακόμα πιο πολύ. Μια σιλουέτα τρέχει πέρα δώθε, μια σιλουέτα που στα χέρια του σέρνει κάτι. Θέλεις όλο ένα να πλησιάσεις και τα πλήκτρα του ακορντεόν βρίσκονται στα πόδια σου, στον δρόμο σου… πατάς και παίζεις εσύ την μουσική, καλείς εσύ ο ίδιος εσένα… άκου, άκου το γέλιο του παιδιού, άκου το χειροκρότημα…
-Όαση… όχι δεν είναι όαση, μα τα χείλη μου δεν αντέχουν άλλο να μένουν καρφωμένα μεταξύ τους, δεν αντέχουν τα καρφιά πάνω στο δέρμα…
Το βήμα της έγινε αργό, ασάλευτο θαρρείς από την άμμο, από την άμμο που σκέπασε την γραμμή εκείνη που έψαχνε να βρει, που την έψαχνε χρόνια αμέτρητα… θυμάται να πιπιλάει εκείνη την στιγμή από παιδί και να που τώρα έφτασε μα δεν την πρόλαβε. Το λευκό εκείνο ύφασμα την τύλιξε και την ταξίδεψε στον ποταμό των στεναγμών, στον ποταμό εκείνο που είχε αφήσει χρόνια πριν ξωπίσω της. Την άφησε εκεί να κοιμάται με το χέρι της να βρέχεται από το ζεστό και πράσινο νερό.
Μα ένας απότομος αέρας γύρισε μέσα της, μια εικόνα μαύρη κάλυψε τα μάτια της., μια μορφή με δυο τεράστια παπούτσια, δυο πόδια με πολύχρωμες κάλτσες και ένα ξεθωριασμένο κόκκινο κοντό παντελονάκι μέχρι το γόνατο. Το μαύρο μακρύ φράκο κάλυπτε το υπόλοιπο σώμα του και η ουρά έφτανε να αγγίξει το πάτωμα.
-Σε λίγο ξεκινάμε, θα έρθεις ή θα με κοιτάς;
Έμεινε να τον κοιτά μέχρι που συνειδητοποίησε το που είναι.
-Ναι φυσικά! Σε ξέρω εσένα!
Ο παλιάτσος σήκωσε τα χέρια του ψηλά στον αέρα προς αγανάκτηση…
-Κάθε μέρα το ίδιο λες, δεν βαρέθηκες; Σήκω γιατί αρχίζει να έρχεται κόσμος.
Τον είδε να αναβλύζει από το νερό και να περνάει την ξύλινη τάβλα και να χάνεται στο φως.
Τα χέρια της κράτησαν το σκοινί πριν πέσουν στο κενό. Πώς να σηκωθεί; Βρισκόταν στο κέντρο ενός φιλέ προστασίας, ενός δίχτυ προστασίας και από πάνω της περνούσε στο σκοινί ένας παλιάτσος με μια μικρή ομπρέλα. Δίπλα της να μπουσουλά μια γυναίκα με την πιο λεπτή μέση που έχε δει ποτέ της… και ξωπίσω ο πιο ψηλός άνθρωπος που έφτανε να αγγίζει με τον δείκτη του το σκοινί.
Το ακορντεόν ακούγεται από τα βάθη του κάμπου, ένα χρυσό και ζεστό πορτοκαλί καλύπτει απ’ άκρη σε άκρη τον ορίζοντα και εκείνη η μουσική, σε καλεί, σου ψιθυρίζει να πλησιάσεις ακόμα πιο πολύ. Μια σιλουέτα τρέχει πέρα δώθε, μια σιλουέτα που στα χέρια του σέρνει κάτι. Θέλεις όλο ένα να πλησιάσεις και τα πλήκτρα του ακορντεόν βρίσκονται στα πόδια σου, στον δρόμο σου… πατάς και παίζεις εσύ την μουσική, καλείς εσύ ο ίδιος εσένα… άκου, άκου το γέλιο του παιδιού, άκου το χειροκρότημα… Τρία κουτιά στις πλάτες τους και τρία χαμένα όνειρα, τρία όνειρα εγκλωβισμένα σε εκείνα τα ξύλινα κουτιά, σε εκείνα τα κουτιά με τον παλιάτσο ζωγραφιστό στην όψη τους και με το κάθε όνομα απ’ έξω για ταμπέλα.