Δεν ξέρω αν μπορείς να καταλάβεις τι γίνεται μέσα στο κεφάλι ενός τρομαγμένου, στις σκοτεινές ή φωτεινές σκέψεις ενός χαμένου χρόνια, στην ελπίδα εκείνου που μόλις σε άφησε πίσω του. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις την δύναμη του Butterfly Effect.
Να δίνεις σημασία πάντοτε στην λεπτομέρεια, στο πιο μικρό κομμάτι που θα δεις, σε εκείνο που δεν θα φάνταζε ο νους σου. Το ίδιο να κάνεις και με τους ανθρώπους…
Είναι τρεις το μεσημέρι και το δροσερό καλοκαιρινό αεράκι λικνίζει την κουρτίνα στο παράθυρο της κουζίνας. Το φως μπαίνει πυκνό, τόσο που σε τυφλώνει και με το ζόρι μπορείς να αντικρίσεις τον κήπο με τις τριανταφυλλιές, τα χρυσάνθεμα και τον κισσό που έχει γίνει ένα με την καρυδιά. Είναι το μόνο δέντρο του κήπου. Βρίσκεται εκεί από τα παιδικά μου χρόνια και τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε. Τίποτα δεν θα άλλαζε αν δεν έφευγε εκείνη μακριά και δεν δημιουργούνταν προβλήματα στο σπίτι.
Μετράω 5 χρόνια που έχω να την δω, να της μιλήσω. Έφυγε έτσι ξαφνικά εκείνο το βράδυ, χωρίς καν να μας αποχαιρετήσει, χωρίς καν να αποχαιρετήσει εμένα. Αυτό μου στοίχισε. Με πλήγωσε και με έκανε να την μισήσω. Αν με ρωτήσεις τώρα, θα σου πω πως δεν θέλω να την δω, δεν θέλω να μάθω τι κάνει, όσο και αν με τρώει. Δεν θέλω καν να με έχει στην σκέψη της όσο και αν βαθιά μέσα μου κλαίω και παρακαλάω για αυτό. Πονάει όταν φεύγει κάποιος αγαπημένος σου, πόνεσε, όταν έφυγε εκείνη.
Ακούω την φωνή του Μιχάλη να φωνάζει από μακριά και να βαστά κάτι στα χέρια του. Θα είναι μια από εκείνες τις στιγμές, όπως είναι πάντοτε. Αγγίζω με τα ακροδάχτυλα μου το λινό ύφασμα της κουρτίνας και προσπαθώ να σκεφτώ γρήγορα. Κάνω διάφορες σκέψεις και ψάχνω το τέλειο σχέδιο για να φύγω, να την γλιτώσω και να μην το ζήσω. Μα το βήμα του γίνεται γοργό και η φωνή ανεβαίνει κλίμακα, βγάζει περισσότερο θυμό από ότι συνηθίζει. Η κραυγή του ακούγεται έως το σπίτι της Στέλλας, που είναι 300 μέτρα μακριά, δίπλα από το ποτάμι. Εκείνο το σπίτι με τις φυλλωσιές, τα γεμάτα πανέρια και γλάστρες που βρίσκονται σκόρπια στην αυλή και γύρω από το δρομάκι τους. Κάθε τους ήχος, κάθε φωνή, χάνεται στο ποτάμι τα καλοκαίρια.
Σκεπάζω την κατσαρόλα και κλείνω το γκάζι, που τόσο φοβάμαι, κάνοντας γρήγορες κινήσεις. Τον βλέπω να πλησιάζει το κατώφλι με το όπλο του στην πλάτη και να σέρνει στο χώμα τις αρβίλες του.
“Πάρτο” και πέταξε πάνω στα λευκά μου ρούχα, εκείνο το τομάρι που έσταζε αίμα.
Να ξέρε πόσο το σιχαίνομαι, μα το ξέρει, τι λέω. Πάντοτε ήξερε πως το αίμα με αναγουλιάζει, πως το κάθε τομάρι βρομάει επάνω στο πετσί μου και κάνει μέρες να φύγει. Αλλά δεν τον νοιάζει, ποτέ δεν τον ένοιαζε, ακόμα και όταν έφυγε εκείνη.
Με το δεξί του χέρι έπιασε από την πίσω πλευρά του κορμιού του το όπλο και το κρέμασε δίπλα από την πόρτα της αποθήκης. Εκείνης την μικρής και χαοτικής που μαζεύει μόνο τομάρια και κέρατα. Μυρίζει όσο και η ανάσα του, όσο το αίμα που κυλάει από τα χέρια και τα ρούχα μου.
Έκατσε στην καρέκλα, στην αριστερή πλευρά του τραπεζιού, στο κέντρο της κουζίνας και έβγαζε μια μια τις βρόμικες και λασπωμένες μπότες του. Τις πέταξε δίχως να τον νοιάζει αν καθόμουν όλο το πρωινό να καθαρίζω.
Αλλά έτσι είναι, τα κορίτσια στην επαρχία δεν έχουν δύναμη, δεν έχουν μιλιά και θέληση. Εκτός από εκείνη.
——————
Δεν ξέρω αν μπορείς να καταλάβεις τι γίνεται μέσα στο κεφάλι ενός τρομαγμένου, στις σκοτεινές ή φωτεινές σκέψεις ενός χαμένου χρόνια, στην ελπίδα εκείνου που μόλις σε άφησε πίσω του. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις την δύναμη του Butterfly Effect.
Να δίνεις σημασία πάντοτε στην λεπτομέρεια, στο πιο μικρό κομμάτι που θα δεις, σε εκείνο που δεν θα φάνταζε ο νους σου. Το ίδιο να κάνεις και με τους ανθρώπους…
Part 1