Το όνειρο της τουλίπας
-Πες μου που είσαι;
Άφησε τον αέρα να της μιλήσει, να την οδηγήσει μέσα από τους ήχους της εποχής. Χειμώνας… και της χάρισε ένα κύμα, κατάλαβε ότι είναι στην θάλασσα, χαμένη ίσως κάπου στην άμμο. Περπάτησε ως εκεί και στάθηκε στην μέση μιας παραλίας. Ήταν τόσο μεγάλη που στα δεξιά της είχε μια σπηλιά, στο κέντρο μια μορφή κόκκινη που το κουνούσε βίαια ο αέρας και μπροστά της νερό, πολύ νερό.
Ήταν σαν να της έδειχνε το σημείο, την φυσούσε γλυκά γύρω από το αυτί «εκεί πήγαινε, στο χρώμα». Τα βήματα της χάνονταν στην κίτρινη άμμο, τα σημάδια της τα έπαιρνε ο χειμώνας, μα εκείνη ήθελε να φτάσει κοντά της. Ακολουθούσε το έντονο κόκκινο, άκουγε τον άνεμο να της λέει να πάει κοντά του…
Τα πορφυρά της φύλλα έμειναν κλειστά και ενωμένα, «Μην φυσάς το φόρεμα μου!».Το κοτσάνι της χοροπήδησε πάνω στην άμμο και έφτασε μέσα στην σπηλιά «Μου τσάκισες ένα φύλλο, κακέ αέρα» είπε με θλίψη.
Την άκουσε να στεναχωριέται και ξαφνικά την είδε να αλλάζει χρώμα. Το κόκκινο ρομαντικό είχε φύγει από το φόρεμα της και το μαύρο είχε γίνει η σκιά της. Χρώμα σπάνιο για το είδος της, ακριβό για τα γούστα κάποιον… μα το βλέμμα εκείνου που έκλεβε τις στιγμές της, βρισκόταν εκεί, πίσω από τα λόγια της και το άρωμα της.
«Γιατί κλαις;» της ψιθύρισε.
«Χάλασε το φόρεμα μου, τώρα είμαι άσχημη, μισή, κανείς δεν θα με θέλει.»
«Και όμως είσαι τόσο σπάνια, σου πάει αυτό το χρώμα .»της χαμογέλασε και πλησίασε προς το μέρος της. » Ξέρεις μου θυμίζεις ένα παραμύθι. Μιλούσε για ένα κορίτσι που έμενε σε ένα τριαντάφυλλο ή ήταν το τριαντάφυλλο… και ο πλανήτης της…»
Άκουγε με προσοχή την ιστορία της και για το πόσο όμορφη είναι η φυλή της. Μια φυλή που ζούσε σε λιβάδια πολύχρωμα σαν και εκείνη, κάθε μέρα πάρτυ είχαν. Άλλαζαν συχνά χώρα και μέρος, απο το γρασίδι θα μπορούσαν να βρεθούν μέσα σε ένα βάζο, σ’ενα στεφανάκι, σε μια ζωγραφιά. Την άκουγε και ένιωθε τον κάθε τόνο της φωνής της να φτερουγίζει μέσα της και έτσι άνοιγε σιγά και δειλά τα φύλλα της.
Το μαύρο έγινε μωβ, πορτοκαλί, κόκκινο, ροζ… στο λευκό έφτασε όταν της είπε..
«Σε νοιάζομαι για αυτό είμαι εδώ, θέλεις να γίνουμε φίλες;»
«Ναι θέλω» αποκρίθηκε» δεν έχω πολλού φίλους, αλλά ξέρω ότι κάποιοι με νοιάζονται. Πως σε λένε;» και κούνησε τα φύλλα της.
«Άνθρωπο εσένα;» «Τουλίπα…»
Και έτσι ο άνθρωπος, με μαλλιά μακριά στο χρώμα της φίλης της πλέον και θηλυκό ανάστημα έβαλε στην χούφτα του την τουλίπα, εκείνη που χρώμα αλλάζει και μένει πάντα στην φαντασία μας.
Μα ο ήχος χάθηκε, η χούφτα άδειασε και το χρώμα έγινε θολό… τα χέρια γίνανε αυτιά και κινήσεις έκαναν πάνω κάτω, αριστερά δεξιά και γλώσσα που μιλιά δεν έχει.
Το κορίτσι έμενε σε 4 τοίχους, σε ένα κόσμο δίχως ήχο, δίχως χρώμα… και όλα αυτά πάνω σε ένα έδρανο, μια ζωγραφιά, μια σχολική τιμωρία που την έκανε να αποκοιμηθεί πάνω στο όνειρο της τουλίπας.