Γορκινγκ Κλας Χιρο #3: Ένα βράδυ στο κουρμπέτι

Και είσαι από αυτούς που βγαίνουν κάθε βράδυ, πάνε στα μπουζούκια και πουλάνε μούρη μέσα από τα λούσα και από τα χρυσαφικά, με γκομενάκια τριγύρω, με scotch οn the rocks – το φτηνιάρικο – και με πολλά γαρούφαλα.
Είσαι εκείνος που θα κάνει και το παζάρι στην αθώα ταπεινή λουλουδού, ασχέτως αν η ανεργία την έσπρωξε να βγάλει λίγο βύζο παραπάνω και όλα αυτά για 5 ευρώ το πανέρι (παίζει να λέω και λίγα πλέον). Γιατί καλέ μου κλαρινογραμπρέ; Γιατί να κόψεις από την μικρή λουλουδού το ευράκι της και όχι από τα σκοτς, τα ξενύχτια και την κλανιά μαγκιά;

Αλλά τέτοιοι είστε, να γελάτε με τον πόνο του άλλου, με το μεροκάματο του ταπεινού καλλιτέχνα, ακόμα και όταν εκείνος προσπαθεί να σας απαθανατίσει στην χειρότερη σας στιγμή. Αλλά ας μην σε πάρω από τα μούτρα μικρέ χαρτζηλικωμένε του μπαμπά, που δεν έχεις τι να κάνεις Σαββάτο βράδυ και είπες να το παίξεις άρχοντας. ΄Έλα κάθισε στα γόνατα μου και άσε με να σου πω μιαν ιστορία…

Μιαν φορά και έναν καιρό, ήταν η μικρή Jo. Άνεργη όπως όλες στην ηλικία της, με πολλά όνειρα και με θέληση να κάνει ότι περνάει από το χέρι της για ένα κομμάτι μεροκάματο. Και ξέρεις ε; Δεν ήταν από αυτές που θα έδειχναν κωλαράκι ή θα έκαναν τσαλίμια για να πουλήσουν κάτι παραπάνω. ΌΧΙ φίλε μου! Πήγαινε να κάνει την δουλειά, μέτραγε τις ώρες τις ατέλειωτες στο ξενυχτάδικο που εργαζόταν και όλα αυτά για λίγα ευρώ την βραδιά. Δύσκολος χειμώνας , με κρύο, δίχως λεφτά, δίχως βενζίνη στο σαραβαλάκι της και με ένα ταξίδι που είχε σκοπό να κάνει. (Ντάξει δεν ήταν και Αυστραλία αλλά οκ).

Η Jo που λες φίλε μου, ήσανε καλλιτέχνης, αρτίστα όπως έλεγε και ένας γνωστός της. Έπαιρνε την φωτογραφική μηχανή και ξεχυνόταν στου δρόμους. Η ανάγκη βλέπεις την έσπρωξε να κάνει 2 πράγματα στην ζωή της. Πρώτον, να βλέπει άλλους να την φωτογραφίζουν με μια αγκαλιά παιδιά, κάτι που δεν το σιχάθηκε και πολύ και δεύτερον (με λύπη μου το λέω), να γίνει φωτογράφος σε μπουζουξίδικο. Ξέρω πως σε σόκαρα, αλλά η αλήθεια πονά και οι πιο ώριμες ιστορίες βγαίνουν μέσα από τον ιδρώτα (Εκτός και αν είναι σεξ ή γυμναστήριο). Η Jo που λες δεν το είχε ξανακάνει. Δεν είχε αυτή την άνεση του “γαμάω και δέρνω”, του “κρατάω μια φωτογραφική και είμαι ο μεγάλος και τρανός”. Ήταν από αυτούς που ήθελε τον χρόνο της γιατί δεν είχε αυτό που λέμε στο χωριό σου… θράσος; Αρχίδια;
Η πρόταση έγινε, όπου για τότε της ήταν λουκουμάκι. Έλεγε πόσο δύσκολο μπορεί να είναι; Και όμως..δεν ήξερε, μα δεν γνώριζε κιόλας. Πήγε ένα βράδυ, γνώρισε τον κόσμο που μύριζαν τα χνότα τους καπνό και αλκοόλ, έβλεπε με τα μπιρμπιλωτά της μάτια παρέες να διασκεδάζουν και από κάτω η βαρβαρότητα της καλοπέρασης να γίνεται χαλάκι.
Κουμάντο εκεί, έκανε ένας…ας τον πούμε Βαγγέλης. Α τον έλεγες και μαμιά της γειτονιάς, επίσης τον έλεγες και μεγάλο αρχίδι. Μαφιόζος και με μεγάλο κομπόδεμα, είχε στήσει στη υπόγα του μαγαζιού, μια μικρή βιομηχανία από μικρά άνεργα παιδάκια (ντάξει δεν το λες παιδική εκμετάλλευση), όπου τους έταζε ποσοστά δίχως αυτά να εμφανίζονται ποτές. Και εντάξει, εντάξει σου λέω πες ότι δεν τα άξιζες, εκείνο το γαμημένο του το στόμα γιατί έπρεπε να ανοίγει και να πετά ότι πιο άθλιο είχε στο μυαλό του; Γιατί πίστεψε με, δεν ήταν αρεστό από κανέναν, αλλά βλέπεις όταν πεινάς, κλείνεις το στόμα.

Η μικρή Jo λοιπόν, έβγαζε φωτογραφίες τον κόσμο, τον παρακαλούσε δηλαδή να τραβήξει μια φωτογραφία και ύστερα παρακαλούσε να αγοράσει κάποιος έστω και μια. “Πάρτε μια καλέ κύριε σας παρακαλώ. Να σε αυτήν είστε πολύ όμορφος. Τι εννοείτε πως είναι ακριβά; Τι εννοείτε πως δεν σας φτάνουν;” Και φυσούσε ο κύριος τον καπνό από το πούρο μέσα στο οβάλ πρόσωπο της μικρής πλυν τίμιας Jo, καθώς έπιανε με την χούφτα του το στητό κωλαράκι της τσαχπίνας έφηβης συνοδού. Και εντάξει να δεχθείς ότι έτσι είναι, ότι ποτέ δεν θα βγάλεις κάτι παραπάνω και απλά πας και ένα μεροκάματο. Ξέρεις όμως τι δεν ανεχόταν; Την συμπεριφορά του Βαγγέλη που του πήγαινες ότι μάζεψες και σου έλεγε “α κρίμα πάρε το καθημερινό σου”, ενώ άπλωνε το χέρι του να βγάλει το ξεροκόμματο σου μέσα από το ασφυκτικά γιομάτο πορτοφόλι του. Ξέρεις τι δεν δέχθηκε; Εκείνη την έφηβη, που βράδυ πρωτοχρονιάς της μίλησε με ύφος γιατί ήθελε να κάνει το κομμάτι της και έπρεπε να την προσβάλει. Δεν γούσταρε εκείνον που έκλεψε έστω και μια φωτογραφία, έτσι γιατί μπόρεσε, δεν γούσταρε που ενώ προσπαθούσε να σε κάνει να αισθανθείς όμορφα ΜΑΛΑΚΑ κλαρινογαμπρέ, εσύ κοιτούσες τον κώλο της ή προσπαθούσες να την ρίξεις γκόμενα ενώ το στόμα σου μύριζε ξερατό.

Για να μην σε κουράζω, γιατί παίζει να σου θυμίζω και κάποιον…Τα λεφτά τα μάζεψε και ταξίδι έκανε και μια τεράστια μούτζα έριξε σε εκείνον τον κόσμο.

Κάθε φορά λοιπόν που θα μπαίνεις σε ένα τέτοιο μαγαζί, θυμήσου πως κάποιος δεν δουλεύει για διασκέδαση και πως δεν είσαι τίποτα το σημαντικό για αυτόν. Για αυτό ξεκουμπίσου από τα πόδια μου και πήγαινε μάθε τι σημαίνει σέβομαι και εργάζομαι!

Η μικρή Jo

(Visited 240 times, 1 visits today)

Leave A Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.