Γορκινγ Κλας Χιρo (Working class hero): Δεν ξέρω αν είμαι χίρο ή αν χρειάζομαι έναν, σίγουρα όμως ανήκω στο γόρκινγκ κλας όπως λέμε και στην Ελλάδα.
Εδώ και πολύ καιρό είχα στο κεφάλι μου τις σκέψεις, τις αναμνήσεις γενικά όλα εκείνα που κάθε εργαζόμενος στην Ελλάδα (και μη), έχει σαν έννοια, σαν άγχος, σαν μια σκατούλα που κρέμεται από το βρακί, μέσα στο μυαλό του.
Και τι είναι φίλε μου η εργασία (γιατί χαρά δεν υπάρχει σε καμία δουλειά (δουλεία, χα! ειρωνικό ε;); Αυτό που πρέπει να σηκώνεσαι από τα άγρια χαράματα για να ικανοποιήσεις τις ορέξεις αφεντικών, εταιριών, ψωνισμένων ανθρώπων που το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να σε μειώσουν, να σου πιάσουν το κωλαράκι και να σε απολύσουν.
Αυτός είναι ο πρόλογος για το 1ο Γόρκινγκ Κλας Χίρο και έχει σκοπό να ξεθάψει ιστορίες από το παρελθόν, που τα μόνα στοιχεία που θα αλλάζουν θα είναι εκείνα που πλέον δεν έχουν αξία να αναφερθούν.’
Μια φορά και έναν καιρό, υπήρξε ένα κορίτσι που έμενε κάπου στα Εξάρχεια. Στο ίδιο ύψος, διαφορετικά μαλλιά και με ένα στυλ που πάντοτε δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο. Δεν την ένοιαζε, ποτέ δεν ήταν θυματάκι της μόδας ή των πρέπει. Σηκωνόταν το πρωί και φορούσε ότι έβρισκε μπροστά της με μια δόση από κάτι περίεργο. Όπως εκείνα τα πράσινα παπούτσια στην 1η γυμνασίου. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την ειρωνεία των άλλων στο θέαμα αλλά και ποτέ δεν θα ξεχάσω το πόσο υπερήφανα υπερασπίστηκε το ήθος της και έφυγε καμαρωτά στο κατηφορικό εκείνο πεζοδρόμιο.
Το κορίτσι αυτό λοιπόν, έφτασε στην 3η λυκείου χωρίς να ξέρει τι θέλει να κάνει. Μάλλον ήξερε…δεν γνώριζε το πόσο μπορεί να τα καταφέρει όμως. Anyway, σχολείο, φροντιστήριο για την 4η δέσμη (ποτέ δεν μου χρειάστηκε..λάθος δέσμη σε λάθος επάγγελμα) και ένα μεροκάματο που είχε ανάγκη. Έτσι λοιπόν το μικρό τότε κορίτσι γνώριζε έναν πολύ καλό κύριο που είχες εκδόσεις βιβλίων (και πόσο πολύ θα ήθελε να τον έχει ακόμα από κοντά -έναν εκδότη βρείτε μου ρε παιδιά- αχ). Κάθε απόγευμα κυρίως που δεν είχε κάτι, πήγαινε στον κύριο Λάμπη (λέμεν τώρα..ψέματα ε, μην μπερδευτείτε) και εκείνος την έστελνε σε διάφορες περιοχές της Αθήνας για να μοιράσει υλικό σε εφημερίδες, δημοσιογράφους, γραφιάδες και ενίοτε σε συγγραφείς. Αν και δεν έβγαζε κάτι στην ουσία, της άρεσε γιατί έκανε κάτι, έστω και τόσο δα μικρό, άσε που μάθαινε πράγματα ή έπαιρνε σαν δώρο βιβλία από τον κύριο Λάμπη.
Μα σταθείτε, δεν έχω τρόπους; Να σας πω πως ήταν ο κύριος Λάμπης και σαν άνθρωπος αλλά και σαν εμφάνιση. Κοντός, σχεδόν στρουμπουλός, μια καραφλίτσα για ισορροπία και με μια φωνή τόσο ευγενική και γαλήνια. Αγαπούσε τα παιδιά τόσο πολύ, που ο καλός θεούλης πήρε το δικό του και τον άφησε δίχως αυτό. Έτσι λοιπόν το έριξε στα βιβλία και στην γνώση.
Χρόνια στο επάγγελμα και στο αριστερό είδος που τον διέκρινε, καθότι όλοι έχουν περάσει και μια Μακρόνησο. Αγχωνόταν κάθε φορά που αργούσα μην τυχόν και έπαθα κάτι και δεν θα το άντεχε. Τι να του έλεγα; Πως γυρνούσα την μισή Αθήνα με τα πόδια για να μου μένουν τα λεφτά από το εισιτήριο;
Το λες; Δεν το λες…
Όχι παράπονο δεν είχα και γιατί να έχω άλλωστε. Με γνώριζε από τόσο δα, μαζί με τον μανάβη που σαν πήγαινα Δημοτικό έκανα και καλά τάχα μου εκεί κανα μεροκάματο. Τίποτα, με έκαναν απλά να νιώθω χρήσιμη στην ηλικία των 12 και αργότερα στην ηλικία των 17.
Αλλά να σου πω την αλήθεια μου λείπει ο κύριος Λάμπης αλλά από την άλλη τον κατηγορώ, γιατί μου έδειξε πως κανέναν αφεντικό δεν είναι τόσο χαμογελαστό και με άφησε να ζω στην φούσκα μου, έως και σήμερα.
Και κάπως έτσι η “πρώτη” μου παράνομη εργασία, μου άνοιξε έναν δρόμο γιομάτο κάρβουνο και δόξα στην χώρα ετούτη που ζω.